Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νησιώτης
νησιωτικός
νησοειδής
νησομαχία
νῆσος
νηστεία
νηστεύω
νῆστις
νησύδριον
νήτιτος
νητός
νῆττα
νηττάριον
νηυσιπέρητος
νήϋτμος
νηφαλιεύς
νηφάλιος
νήφων
νήφω
νήχω
νῆψις
View word page
νητός
νητός νητός, ή, όν νέω heaped, piled up, Od.

ShortDef

heaped, piled up

Debugging

Headword:
νητός
Headword (normalized):
νητός
Headword (normalized/stripped):
νητος
IDX:
22228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22250
Key:
nhto/s

Data

{'content': 'νητός\n νητός, ή, όν\n νέω\n heaped, piled up, Od.', 'key': 'nhto/s'}