Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νησίς
νησίτης
νησιώτης
νησιωτικός
νησοειδής
νησομαχία
νῆσος
νηστεία
νηστεύω
νῆστις
νησύδριον
νήτιτος
νητός
νῆττα
νηττάριον
νηυσιπέρητος
νήϋτμος
νηφαλιεύς
νηφάλιος
νήφων
νήφω
View word page
νησύδριον
νησύδριον νησύδριον, ου, τό, Dim. of νῆσος, Xen., etc.

ShortDef

islet

Debugging

Headword:
νησύδριον
Headword (normalized):
νησύδριον
Headword (normalized/stripped):
νησυδριον
IDX:
22226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22248
Key:
nhsu/drion

Data

{'content': 'νησύδριον\n νησύδριον, ου, τό,\n Dim. of νῆσος, Xen., etc.', 'key': 'nhsu/drion'}