Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νῆσις
νησίς
νησίτης
νησιώτης
νησιωτικός
νησοειδής
νησομαχία
νῆσος
νηστεία
νηστεύω
νῆστις
νησύδριον
νήτιτος
νητός
νῆττα
νηττάριον
νηυσιπέρητος
νήϋτμος
νηφαλιεύς
νηφάλιος
νήφων
View word page
νῆστις
νῆστις νῆστις, ιος, ὁ, νη-, ἐσθίω not eating, fasting, of persons, Hom.; c. gen., νῆστις βορᾶς Eur.:—metaph., νῆστιν ἀνὰ ψάμμον over the hungry sand, Aesch. νῆστις νόσος, λιμός hungry famine, Aesch.; νήστισιν αἰκίαις the pains of hunger, Aesch.; νήστιδες δύαι Aesch. act. causing hunger, starving, πνοιαὶ νήστιδες Aesch.

ShortDef

not eating, fasting

Debugging

Headword:
νῆστις
Headword (normalized):
νῆστις
Headword (normalized/stripped):
νηστις
IDX:
22225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22247
Key:
nh=stis

Data

{'content': 'νῆστις\n νῆστις, ιος, ὁ,\n νη-, ἐσθίω\n not eating, fasting, of persons, Hom.; c. gen., νῆστις βορᾶς Eur.:—metaph., νῆστιν ἀνὰ ψάμμον over the hungry sand, Aesch.\n νῆστις νόσος, λιμός hungry famine, Aesch.; νήστισιν αἰκίαις the pains of hunger, Aesch.; νήστιδες δύαι Aesch.\n act. causing hunger, starving, πνοιαὶ νήστιδες Aesch.', 'key': 'nh=stis'}