Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νησαῖος
νησιάζω
νησίδιον
νησίζω
νησίον
νῆσις
νησίς
νησίτης
νησιώτης
νησιωτικός
νησοειδής
νησομαχία
νῆσος
νηστεία
νηστεύω
νῆστις
νησύδριον
νήτιτος
νητός
νῆττα
νηττάριον
View word page
νησοειδής
νησοειδής νησο-ειδής, ές εἶδος like an island, Strab.
ShortDef
like an island
Debugging
Headword:
νησοειδής
Headword (normalized):
νησοειδής
Headword (normalized/stripped):
νησοειδης
IDX:
22220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22242
Key:
nhsoeidh/s
Data
{'content': 'νησοειδής\n νησο-ειδής, ές\n εἶδος\n like an island, Strab.', 'key': 'nhsoeidh/s'}