Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νήριτος
νησαῖος
νησιάζω
νησίδιον
νησίζω
νησίον
νῆσις
νησίς
νησίτης
νησιώτης
νησιωτικός
νησοειδής
νησομαχία
νῆσος
νηστεία
νηστεύω
νῆστις
νησύδριον
νήτιτος
νητός
νῆττα
View word page
νησιωτικός
νησιωτικός from νησιώτης νησιωτικός, ή, όν of or from an island, Hdt., Eur.; ὄνομα νησιωτικὸν Σαλαμῖνα θέμενον having given it the island name of Salamis, Eur.:— τὸ ν. insular situation, Thuc.

ShortDef

of/from an island

Debugging

Headword:
νησιωτικός
Headword (normalized):
νησιωτικός
Headword (normalized/stripped):
νησιωτικος
IDX:
22219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22241
Key:
nhsiwtiko/s

Data

{'content': 'νησιωτικός\n from νησιώτης\n νησιωτικός, ή, όν\n of or from an island, Hdt., Eur.; ὄνομα νησιωτικὸν Σαλαμῖνα θέμενον having given it the island name of Salamis, Eur.:— τὸ ν. insular situation, Thuc.', 'key': 'nhsiwtiko/s'}