νησιωτικός
from νησιώτης
νησιωτικός, ή, όν
of or from an island, Hdt., Eur.; ὄνομα νησιωτικὸν Σαλαμῖνα θέμενον having given it the island name of Salamis, Eur.:— τὸ ν. insular situation, Thuc.
{'content': 'νησιωτικός\n from νησιώτης\n νησιωτικός, ή, όν\n of or from an island, Hdt., Eur.; ὄνομα νησιωτικὸν Σαλαμῖνα θέμενον having given it the island name of Salamis, Eur.:— τὸ ν. insular situation, Thuc.', 'key': 'nhsiwtiko/s'}