Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νήριθμος
νήριτος
νησαῖος
νησιάζω
νησίδιον
νησίζω
νησίον
νῆσις
νησίς
νησίτης
νησιώτης
νησιωτικός
νησοειδής
νησομαχία
νῆσος
νηστεία
νηστεύω
νῆστις
νησύδριον
νήτιτος
νητός
View word page
νησιώτης
νησιώτης νησιώτης, ου, ὁ, νῆσος an islander, Hdt., Ar., etc. as adj. of or in an island, insular , Hdt., Eur.; νησιῶτις πέτρα an island rock, Aesch.
ShortDef
an islander
Debugging
Headword:
νησιώτης
Headword (normalized):
νησιώτης
Headword (normalized/stripped):
νησιωτης
IDX:
22218
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22240
Key:
nhsiw/ths
Data
{'content': 'νησιώτης\n νησιώτης, ου, ὁ,\n νῆσος\n an islander, Hdt., Ar., etc.\n as adj. of or in an island, insular , Hdt., Eur.; νησιῶτις πέτρα an island rock, Aesch.', 'key': 'nhsiw/ths'}