Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Νηρηΐς
νήριθμος
νήριτος
νησαῖος
νησιάζω
νησίδιον
νησίζω
νησίον
νῆσις
νησίς
νησίτης
νησιώτης
νησιωτικός
νησοειδής
νησομαχία
νῆσος
νηστεία
νηστεύω
νῆστις
νησύδριον
νήτιτος
View word page
νησίτης
νησίτης νησί_της, ου, ὁ, νῆσος of or belonging to an island: Doric fem. νᾱσῖτις, ιδος, Anth.
ShortDef
of/from an island
Debugging
Headword:
νησίτης
Headword (normalized):
νησίτης
Headword (normalized/stripped):
νησιτης
IDX:
22217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22239
Key:
nhsi/ths
Data
{'content': 'νησίτης\n νησί_της, ου, ὁ,\n νῆσος\n of or belonging to an island: Doric fem. νᾱσῖτις, ιδος, Anth.', 'key': 'nhsi/ths'}