Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νηπυτιεύομαι
νηπύτιος
Νηρεύς
Νηρηΐς
νήριθμος
νήριτος
νησαῖος
νησιάζω
νησίδιον
νησίζω
νησίον
νῆσις
νησίς
νησίτης
νησιώτης
νησιωτικός
νησοειδής
νησομαχία
νῆσος
νηστεία
νηστεύω
View word page
νησίον
νησίον νησίον, ου, τό, Dim. of νῆσος an islet, Strab.

ShortDef

an islet

Debugging

Headword:
νησίον
Headword (normalized):
νησίον
Headword (normalized/stripped):
νησιον
IDX:
22214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22236
Key:
nhsi/on

Data

{'content': 'νησίον\n νησίον, ου, τό,\n Dim. of νῆσος\n an islet, Strab.', 'key': 'nhsi/on'}