Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νήποινος
νηπυτιεύομαι
νηπύτιος
Νηρεύς
Νηρηΐς
νήριθμος
νήριτος
νησαῖος
νησιάζω
νησίδιον
νησίζω
νησίον
νῆσις
νησίς
νησίτης
νησιώτης
νησιωτικός
νησοειδής
νησομαχία
νῆσος
νηστεία
View word page
νησίζω
νησίζω νησίζω, νῆσος to be or form an island, Polyb.

ShortDef

to be or form an island

Debugging

Headword:
νησίζω
Headword (normalized):
νησίζω
Headword (normalized/stripped):
νησιζω
IDX:
22213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22235
Key:
nhsi/zw

Data

{'content': 'νησίζω\n νησίζω,\n νῆσος\n to be or form an island, Polyb.', 'key': 'nhsi/zw'}