Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νηποινεί
νήποινος
νηπυτιεύομαι
νηπύτιος
Νηρεύς
Νηρηΐς
νήριθμος
νήριτος
νησαῖος
νησιάζω
νησίδιον
νησίζω
νησίον
νῆσις
νησίς
νησίτης
νησιώτης
νησιωτικός
νησοειδής
νησομαχία
νῆσος
View word page
νησίδιον
νησίδιον νησίδιον (ῐ), ου, τό, Dim. of νῆσος an islet, Thuc.
ShortDef
an islet
Debugging
Headword:
νησίδιον
Headword (normalized):
νησίδιον
Headword (normalized/stripped):
νησιδιον
IDX:
22212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22234
Key:
nhsi/dion
Data
{'content': 'νησίδιον\n νησίδιον (ῐ), ου, τό,\n Dim. of νῆσος\n an islet, Thuc.', 'key': 'nhsi/dion'}