Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νηπιόφρων
νήπλεκτος
νηποινεί
νήποινος
νηπυτιεύομαι
νηπύτιος
Νηρεύς
Νηρηΐς
νήριθμος
νήριτος
νησαῖος
νησιάζω
νησίδιον
νησίζω
νησίον
νῆσις
νησίς
νησίτης
νησιώτης
νησιωτικός
νησοειδής
View word page
νησαῖος
νησαῖος of an island, insular, Eur.

ShortDef

of an island, insular
of Nesaea

Debugging

Headword:
νησαῖος
Headword (normalized):
νησαῖος
Headword (normalized/stripped):
νησαιος
IDX:
22210
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22232
Key:
nhsai=os

Data

{'content': 'νησαῖος\n of an island, insular, Eur.', 'key': 'nhsai=os'}