Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νηπιότης
νηπιόφρων
νήπλεκτος
νηποινεί
νήποινος
νηπυτιεύομαι
νηπύτιος
Νηρεύς
Νηρηΐς
νήριθμος
νήριτος
νησαῖος
νησιάζω
νησίδιον
νησίζω
νησίον
νῆσις
νησίς
νησίτης
νησιώτης
νησιωτικός
View word page
νήριτος
νήριτος νήρῐτος, ον, = νήριθμος countless, immense, Hes.:— hence the name of the Ithacan mountain, Νήριτον εἰνοσίφυλλον Hom.

ShortDef

countless, immense
Neritus

Debugging

Headword:
νήριτος
Headword (normalized):
νήριτος
Headword (normalized/stripped):
νηριτος
IDX:
22209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22231
Key:
nh/ritos

Data

{'content': 'νήριτος\n νήρῐτος, ον,\n = νήριθμος\n countless, immense, Hes.:— hence the name of the Ithacan mountain, Νήριτον εἰνοσίφυλλον Hom.', 'key': 'nh/ritos'}