Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νήπιος
νηπιότης
νηπιόφρων
νήπλεκτος
νηποινεί
νήποινος
νηπυτιεύομαι
νηπύτιος
Νηρεύς
Νηρηΐς
νήριθμος
νήριτος
νησαῖος
νησιάζω
νησίδιον
νησίζω
νησίον
νῆσις
νησίς
νησίτης
νησιώτης
View word page
νήριθμος
νήριθμος νήριθμος, ον, = ἀνάριθμος countless, Theocr.
ShortDef
countless
Debugging
Headword:
νήριθμος
Headword (normalized):
νήριθμος
Headword (normalized/stripped):
νηριθμος
IDX:
22208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22230
Key:
nh/riqmos
Data
{'content': 'νήριθμος\n νήριθμος, ον,\n = ἀνάριθμος\n countless, Theocr.', 'key': 'nh/riqmos'}