Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νηπιαχεύω
νηπίαχος
νηπιάχω
νήπιος
νηπιότης
νηπιόφρων
νήπλεκτος
νηποινεί
νήποινος
νηπυτιεύομαι
νηπύτιος
Νηρεύς
Νηρηΐς
νήριθμος
νήριτος
νησαῖος
νησιάζω
νησίδιον
νησίζω
νησίον
νῆσις
View word page
νηπύτιος
νηπύτιος νηπύτιος (ῠ), ὁ, ἡ, νήπιος a little child, Il., Ar. as adj. like a child, childish, Il.

ShortDef

a little child

Debugging

Headword:
νηπύτιος
Headword (normalized):
νηπύτιος
Headword (normalized/stripped):
νηπυτιος
IDX:
22205
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22227
Key:
nhpu/tios

Data

{'content': 'νηπύτιος\n νηπύτιος (ῠ), ὁ, ἡ,\n νήπιος\n a little child, Il., Ar.\n as adj. like a child, childish, Il.', 'key': 'nhpu/tios'}