Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νηπιάα
νηπιαχεύω
νηπίαχος
νηπιάχω
νήπιος
νηπιότης
νηπιόφρων
νήπλεκτος
νηποινεί
νήποινος
νηπυτιεύομαι
νηπύτιος
Νηρεύς
Νηρηΐς
νήριθμος
νήριτος
νησαῖος
νησιάζω
νησίδιον
νησίζω
νησίον
View word page
νηπυτιεύομαι
νηπυτιεύομαι νηπῠτιεύομαι, Dep. to play childʼs tricks, Anth. from νηπύτιος (ῠ)
ShortDef
to play child's tricks
Debugging
Headword:
νηπυτιεύομαι
Headword (normalized):
νηπυτιεύομαι
Headword (normalized/stripped):
νηπυτιευομαι
IDX:
22204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22226
Key:
nhputieu/omai
Data
{'content': 'νηπυτιεύομαι\n νηπῠτιεύομαι,\n Dep. to play childʼs tricks, Anth.\n from νηπύτιος (ῠ)', 'key': 'nhputieu/omai'}