Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νηπενθής
νηπιάα
νηπιαχεύω
νηπίαχος
νηπιάχω
νήπιος
νηπιότης
νηπιόφρων
νήπλεκτος
νηποινεί
νήποινος
νηπυτιεύομαι
νηπύτιος
Νηρεύς
Νηρηΐς
νήριθμος
νήριτος
νησαῖος
νησιάζω
νησίδιον
νησίζω
View word page
νήποινος
νήποινος νή-ποινος, ον, νη-, ποινή unavenged, Hom.:—neut. νήποινον as adv., Od. φυτῶν νήποινος without share of fruitful trees, Pind.
ShortDef
unavenged
Debugging
Headword:
νήποινος
Headword (normalized):
νήποινος
Headword (normalized/stripped):
νηποινος
IDX:
22203
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22225
Key:
nh/poinos
Data
{'content': 'νήποινος\n νή-ποινος, ον,\n νη-, ποινή\n unavenged, Hom.:—neut. νήποινον as adv., Od.\n φυτῶν νήποινος without share of fruitful trees, Pind.', 'key': 'nh/poinos'}