Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νη-
νηπενθής
νηπιάα
νηπιαχεύω
νηπίαχος
νηπιάχω
νήπιος
νηπιότης
νηπιόφρων
νήπλεκτος
νηποινεί
νήποινος
νηπυτιεύομαι
νηπύτιος
Νηρεύς
Νηρηΐς
νήριθμος
νήριτος
νησαῖος
νησιάζω
νησίδιον
View word page
νηποινεί
νηποινεί Lat. impune, Plat. from νήποινος

ShortDef

with impunity

Debugging

Headword:
νηποινεί
Headword (normalized):
νηποινεί
Headword (normalized/stripped):
νηποινει
IDX:
22202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22224
Key:
nhpoinei/

Data

{'content': 'νηποινεί\n Lat. impune, Plat.\n from νήποινος', 'key': 'nhpoinei/'}