Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νηοφόρος
νήοχος
νή
νη-
νηπενθής
νηπιάα
νηπιαχεύω
νηπίαχος
νηπιάχω
νήπιος
νηπιότης
νηπιόφρων
νήπλεκτος
νηποινεί
νήποινος
νηπυτιεύομαι
νηπύτιος
Νηρεύς
Νηρηΐς
νήριθμος
νήριτος
View word page
νηπιότης
νηπιότης from νήπιος νηπιότης, ητος, ἡ, childhood, childishness, Plat.

ShortDef

childhood, childishness

Debugging

Headword:
νηπιότης
Headword (normalized):
νηπιότης
Headword (normalized/stripped):
νηπιοτης
IDX:
22199
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22221
Key:
nhpio/ths

Data

{'content': 'νηπιότης\n from νήπιος\n νηπιότης, ητος, ἡ,\n childhood, childishness, Plat.', 'key': 'nhpio/ths'}