Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νηοπορέω
νηοφόρος
νήοχος
νή
νη-
νηπενθής
νηπιάα
νηπιαχεύω
νηπίαχος
νηπιάχω
νήπιος
νηπιότης
νηπιόφρων
νήπλεκτος
νηποινεί
νήποινος
νηπυτιεύομαι
νηπύτιος
Νηρεύς
Νηρηΐς
νήριθμος
View word page
νήπιος
νήπιος νη-, ἔπος not yet speaking, Lat. infans, Hom.; νήπια τέκνα, βρέφος ν. Eur.:—also νήπια young animals, Il. metaph. like a child, childish, silly, Hom., Hes.; without forethought, Hom., Aesch.

ShortDef

infant, childish

Debugging

Headword:
νήπιος
Headword (normalized):
νήπιος
Headword (normalized/stripped):
νηπιος
IDX:
22198
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22220
Key:
nh/pios

Data

{'content': 'νήπιος\n νη-, ἔπος\n not yet speaking, Lat. infans, Hom.; νήπια τέκνα, βρέφος ν. Eur.:—also νήπια young animals, Il.\n metaph. like a child, childish, silly, Hom., Hes.; without forethought, Hom., Aesch.', 'key': 'nh/pios'}