Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νηοκόρος
νηοπόλος
νηοπορέω
νηοφόρος
νήοχος
νή
νη-
νηπενθής
νηπιάα
νηπιαχεύω
νηπίαχος
νηπιάχω
νήπιος
νηπιότης
νηπιόφρων
νήπλεκτος
νηποινεί
νήποινος
νηπυτιεύομαι
νηπύτιος
Νηρεύς
View word page
νηπίαχος
νηπίαχος νηπίᾰχος, ον, Epic Dim. of νήπιος, infantine, childish, Il.

ShortDef

infantine, childish

Debugging

Headword:
νηπίαχος
Headword (normalized):
νηπίαχος
Headword (normalized/stripped):
νηπιαχος
IDX:
22196
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22218
Key:
nhpi/axos

Data

{'content': 'νηπίαχος\n νηπίᾰχος, ον,\n Epic Dim. of νήπιος, infantine, childish, Il.', 'key': 'nhpi/axos'}