Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νηοβάτης
νηοκόρος
νηοπόλος
νηοπορέω
νηοφόρος
νήοχος
νή
νη-
νηπενθής
νηπιάα
νηπιαχεύω
νηπίαχος
νηπιάχω
νήπιος
νηπιότης
νηπιόφρων
νήπλεκτος
νηποινεί
νήποινος
νηπυτιεύομαι
νηπύτιος
View word page
νηπιαχεύω
νηπιαχεύω νηπιᾰχεύω, to be childish, play like a child, Il. from νηπίᾰχος

ShortDef

to be childish, play like a child

Debugging

Headword:
νηπιαχεύω
Headword (normalized):
νηπιαχεύω
Headword (normalized/stripped):
νηπιαχευω
IDX:
22195
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22217
Key:
nhpiaxeu/w

Data

{'content': 'νηπιαχεύω\n νηπιᾰχεύω,\n to be childish, play like a child, Il.\n from νηπίᾰχος', 'key': 'nhpiaxeu/w'}