Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νῆξις
νηοβάτης
νηοκόρος
νηοπόλος
νηοπορέω
νηοφόρος
νήοχος
νή
νη-
νηπενθής
νηπιάα
νηπιαχεύω
νηπίαχος
νηπιάχω
νήπιος
νηπιότης
νηπιόφρων
νήπλεκτος
νηποινεί
νήποινος
νηπυτιεύομαι
View word page
νηπιάα
νηπιάα childhood, ἐν νηπιέῃ Il.:—in pl. childish tricks or follies, νηπιέῃσιν in childish fashion, in folly, Hom.
ShortDef
childhood
Debugging
Headword:
νηπιάα
Headword (normalized):
νηπιάα
Headword (normalized/stripped):
νηπιαα
IDX:
22194
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22216
Key:
nhpia/a
Data
{'content': 'νηπιάα\n childhood, ἐν νηπιέῃ Il.:—in pl. childish tricks or follies, νηπιέῃσιν in childish fashion, in folly, Hom.', 'key': 'nhpia/a'}