Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νήνεμος
νῆξις
νηοβάτης
νηοκόρος
νηοπόλος
νηοπορέω
νηοφόρος
νήοχος
νή
νη-
νηπενθής
νηπιάα
νηπιαχεύω
νηπίαχος
νηπιάχω
νήπιος
νηπιότης
νηπιόφρων
νήπλεκτος
νηποινεί
νήποινος
View word page
νηπενθής
νηπενθής νη-πενθής, ές πένθος banishing pain, φάρμακον νηπενθές an opiate, Od.:— νηπενθής, as epith. of Apollo, Anth.

ShortDef

banishing pain

Debugging

Headword:
νηπενθής
Headword (normalized):
νηπενθής
Headword (normalized/stripped):
νηπενθης
IDX:
22193
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22215
Key:
nhpenqh/s

Data

{'content': 'νηπενθής\n νη-πενθής, ές\n πένθος\n banishing pain, φάρμακον νηπενθές an opiate, Od.:— νηπενθής, as epith. of Apollo, Anth.', 'key': 'nhpenqh/s'}