Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νηλεῖτις
νῆμα
νημέρτεια
νημερτής
νηνεμία
νήνεμος
νῆξις
νηοβάτης
νηοκόρος
νηοπόλος
νηοπορέω
νηοφόρος
νήοχος
νή
νη-
νηπενθής
νηπιάα
νηπιαχεύω
νηπίαχος
νηπιάχω
νήπιος
View word page
νηοπορέω
νηοπορέω νηο-πορέω, poetic for ναυπορέω to go by sea, Anth.

ShortDef

to go by sea

Debugging

Headword:
νηοπορέω
Headword (normalized):
νηοπορέω
Headword (normalized/stripped):
νηοπορεω
IDX:
22188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22210
Key:
nhopore/w

Data

{'content': 'νηοπορέω\n νηο-πορέω,\n poetic for ναυπορέω\n to go by sea, Anth.', 'key': 'nhopore/w'}