Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀναθυμιάω
ἀναίδεια
ἀναιδεύομαι
ἀναιδής
ἀναιθύσσω
ἀναίθω
ἀναίμακτος
ἀναίματος
ἄναιμος
ἀναίμων
ἀναιμωτί
ἀναίνομαι
ἀναίρεσις
ἀναιρέω
ἀναίρω
ἀναισθησία
ἀναισθητέω
ἀναίσθητος
ἀναισιμόω
ἀναισίμωμα
ἀναΐσσω
View word page
ἀναιμωτί
ἀναιμωτί αἱμόω adv., without shedding blood, Il.

ShortDef

without shedding blood

Debugging

Headword:
ἀναιμωτί
Headword (normalized):
ἀναιμωτί
Headword (normalized/stripped):
αναιμωτι
IDX:
2220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2221
Key:
a)naimwti/

Data

{'content': 'ἀναιμωτί\n αἱμόω\n adv., without shedding blood, Il.', 'key': 'a)naimwti/'}