Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νηλίπους
νηλεῖτις
νῆμα
νημέρτεια
νημερτής
νηνεμία
νήνεμος
νῆξις
νηοβάτης
νηοκόρος
νηοπόλος
νηοπορέω
νηοφόρος
νήοχος
νή
νη-
νηπενθής
νηπιάα
νηπιαχεύω
νηπίαχος
νηπιάχω
View word page
νηοπόλος
νηοπόλος νηός, πολέω busying oneself in a temple: a temple-keeper, Hes., Anth.

ShortDef

busying oneself in a temple: a temple-keeper

Debugging

Headword:
νηοπόλος
Headword (normalized):
νηοπόλος
Headword (normalized/stripped):
νηοπολος
IDX:
22187
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22209
Key:
nhopo/los

Data

{'content': 'νηοπόλος\n νηός, πολέω\n busying oneself in a temple: a temple-keeper, Hes., Anth.', 'key': 'nhopo/los'}