Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νηλιποκαιβλεπέλαιοι
νηλίπους
νηλεῖτις
νῆμα
νημέρτεια
νημερτής
νηνεμία
νήνεμος
νῆξις
νηοβάτης
νηοκόρος
νηοπόλος
νηοπορέω
νηοφόρος
νήοχος
νή
νη-
νηπενθής
νηπιάα
νηπιαχεύω
νηπίαχος
View word page
νηοκόρος
νηοκόρος νηο-κόρος, ον, νηός poetic for νεωκόρος, Anth.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
νηοκόρος
Headword (normalized):
νηοκόρος
Headword (normalized/stripped):
νηοκορος
IDX:
22186
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22208
Key:
nhoko/ros
Data
{'content': 'νηοκόρος\n νηο-κόρος, ον,\n νηός\n poetic for νεωκόρος, Anth.', 'key': 'nhoko/ros'}