Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νηλής
νηλιποκαιβλεπέλαιοι
νηλίπους
νηλεῖτις
νῆμα
νημέρτεια
νημερτής
νηνεμία
νήνεμος
νῆξις
νηοβάτης
νηοκόρος
νηοπόλος
νηοπορέω
νηοφόρος
νήοχος
νή
νη-
νηπενθής
νηπιάα
νηπιαχεύω
View word page
νηοβάτης
νηοβάτης νηο-βάτης (ᾰ), ου, ὁ, poetic for ναυβάτης, Anth.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
νηοβάτης
Headword (normalized):
νηοβάτης
Headword (normalized/stripped):
νηοβατης
IDX:
22185
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22207
Key:
nhoba/ths
Data
{'content': 'νηοβάτης\n νηο-βάτης (ᾰ), ου, ὁ,\n poetic for ναυβάτης, Anth.', 'key': 'nhoba/ths'}