Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νηλεόποινος
Νηλεύς
νηλής
νηλιποκαιβλεπέλαιοι
νηλίπους
νηλεῖτις
νῆμα
νημέρτεια
νημερτής
νηνεμία
νήνεμος
νῆξις
νηοβάτης
νηοκόρος
νηοπόλος
νηοπορέω
νηοφόρος
νήοχος
νή
νη-
νηπενθής
View word page
νήνεμος
νήνεμος νή-νεμος, ον, νη-, ἄνεμος without wind, breezeless, calm, hushed, Il., Aesch., Eur.:—metaph., ν. ἔστησʼ ὄχλον Eur.
ShortDef
without wind, breezeless, calm, hushed
Debugging
Headword:
νήνεμος
Headword (normalized):
νήνεμος
Headword (normalized/stripped):
νηνεμος
IDX:
22183
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22205
Key:
nh/nemos
Data
{'content': 'νήνεμος\n νή-νεμος, ον,\n νη-, ἄνεμος\n without wind, breezeless, calm, hushed, Il., Aesch., Eur.:—metaph., ν. ἔστησʼ ὄχλον Eur.', 'key': 'nh/nemos'}