Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νηλεής
νηλεόποινος
Νηλεύς
νηλής
νηλιποκαιβλεπέλαιοι
νηλίπους
νηλεῖτις
νῆμα
νημέρτεια
νημερτής
νηνεμία
νήνεμος
νῆξις
νηοβάτης
νηοκόρος
νηοπόλος
νηοπορέω
νηοφόρος
νήοχος
νή
νη-
View word page
νηνεμία
νηνεμία νηνεμία, ἡ, stillness in the air, a calm, νηνεμίης in a calm, Il.; γαλήνη ἔπλετο νηνεμίη there was a calm, a ceasing of all winds, Od.; ἐξ αἰθρίης τε καὶ νηνεμίης Hdt. from νήνεμος

ShortDef

stillness in the air, a calm

Debugging

Headword:
νηνεμία
Headword (normalized):
νηνεμία
Headword (normalized/stripped):
νηνεμια
IDX:
22182
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22204
Key:
nhnemi/a

Data

{'content': 'νηνεμία\n νηνεμία, ἡ,\n stillness in the air, a calm, νηνεμίης in a calm, Il.; γαλήνη ἔπλετο νηνεμίη there was a calm, a ceasing of all winds, Od.; ἐξ αἰθρίης τε καὶ νηνεμίης Hdt.\n from νήνεμος', 'key': 'nhnemi/a'}