Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Νηϊάς
νήϊος
νῆϊς
νηΐτης
νηκερδής
νήκερως
νήκεστος
νηκουστέω
νηκτός
νηλεής
νηλεόποινος
Νηλεύς
νηλής
νηλιποκαιβλεπέλαιοι
νηλίπους
νηλεῖτις
νῆμα
νημέρτεια
νημερτής
νηνεμία
νήνεμος
View word page
νηλεόποινος
νηλεόποινος νηλεό-ποινος, ον, ποινή punishing without pity, ruthlessly punishing, Hes.
ShortDef
punishing without pity, ruthlessly punishing
Debugging
Headword:
νηλεόποινος
Headword (normalized):
νηλεόποινος
Headword (normalized/stripped):
νηλεοποινος
IDX:
22173
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22195
Key:
nhleo/poinos
Data
{'content': 'νηλεόποινος\n νηλεό-ποινος, ον,\n ποινή\n punishing without pity, ruthlessly punishing, Hes.', 'key': 'nhleo/poinos'}