Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νηδύς
νηέω
νήθω
Νηϊάς
νήϊος
νῆϊς
νηΐτης
νηκερδής
νήκερως
νήκεστος
νηκουστέω
νηκτός
νηλεής
νηλεόποινος
Νηλεύς
νηλής
νηλιποκαιβλεπέλαιοι
νηλίπους
νηλεῖτις
νῆμα
νημέρτεια
View word page
νηκουστέω
νηκουστέω νη-κουστέω, νη-, ἀκούω not to hear, to give no heed to, disobey one, c. gen., Il.

ShortDef

not to hear, to give no heed to, disobey

Debugging

Headword:
νηκουστέω
Headword (normalized):
νηκουστέω
Headword (normalized/stripped):
νηκουστεω
IDX:
22170
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22192
Key:
nhkouste/w

Data

{'content': 'νηκουστέω\n νη-κουστέω,\n νη-, ἀκούω\n not to hear, to give no heed to, disobey one, c. gen., Il.', 'key': 'nhkouste/w'}