Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νήδυμος
νηδύς
νηέω
νήθω
Νηϊάς
νήϊος
νῆϊς
νηΐτης
νηκερδής
νήκερως
νήκεστος
νηκουστέω
νηκτός
νηλεής
νηλεόποινος
Νηλεύς
νηλής
νηλιποκαιβλεπέλαιοι
νηλίπους
νηλεῖτις
νῆμα
View word page
νήκεστος
νήκεστος νή-κεστος, ον, νη-, ἀκέομαι incurable, neut. as adv. incurably, Hes.

ShortDef

incurable

Debugging

Headword:
νήκεστος
Headword (normalized):
νήκεστος
Headword (normalized/stripped):
νηκεστος
IDX:
22169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22191
Key:
nh/kestos

Data

{'content': 'νήκεστος\n νή-κεστος, ον,\n νη-, ἀκέομαι\n incurable, neut. as adv. incurably, Hes.', 'key': 'nh/kestos'}