Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νέωτα
νεώτατος
νεωτερίζω
νεωτερισμός
νεωτεριστής
νεωτεροποιία
νεωτεροποιός
νεώτερος
νηγάτεος
νήγρετος
νήδυια
νήδυμος
νηδύς
νηέω
νήθω
Νηϊάς
νήϊος
νῆϊς
νηΐτης
νηκερδής
νήκερως
View word page
νήδυια
νήδυια νήδυια, ων, τά, νηδύς the bowels, entrails, Il.
ShortDef
the bowels, entrails
Debugging
Headword:
νήδυια
Headword (normalized):
νήδυια
Headword (normalized/stripped):
νηδυια
IDX:
22158
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22180
Key:
nh/duia
Data
{'content': 'νήδυια\n νήδυια, ων, τά,\n νηδύς\n the bowels, entrails, Il.', 'key': 'nh/duia'}