Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νεωστί
νέωτα
νεώτατος
νεωτερίζω
νεωτερισμός
νεωτεριστής
νεωτεροποιία
νεωτεροποιός
νεώτερος
νηγάτεος
νήγρετος
νήδυια
νήδυμος
νηδύς
νηέω
νήθω
Νηϊάς
νήϊος
νῆϊς
νηΐτης
νηκερδής
View word page
νήγρετος
νήγρετος νή-γρετος, ον, νη-, ἐγείρω unwaking, νήγρετος ὕπνος a sleep that knows no waking, deep sleep, Od.; neut. as adv., νήγρετον εὕδειν without waking, Od.

ShortDef

unwaking

Debugging

Headword:
νήγρετος
Headword (normalized):
νήγρετος
Headword (normalized/stripped):
νηγρετος
IDX:
22157
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22179
Key:
nh/gretos

Data

{'content': 'νήγρετος\n νή-γρετος, ον,\n νη-, ἐγείρω\n unwaking, νήγρετος ὕπνος a sleep that knows no waking, deep sleep, Od.; neut. as adv., νήγρετον εὕδειν without waking, Od.', 'key': 'nh/gretos'}