Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νέως
νεωστί
νέωτα
νεώτατος
νεωτερίζω
νεωτερισμός
νεωτεριστής
νεωτεροποιία
νεωτεροποιός
νεώτερος
νηγάτεος
νήγρετος
νήδυια
νήδυμος
νηδύς
νηέω
νήθω
Νηϊάς
νήϊος
νῆϊς
νηΐτης
View word page
νηγάτεος
νηγάτεος νη-γάτεος (ᾰ), α, ον new-made, Il. Perh. from νέος, γέγαα.

ShortDef

new-made

Debugging

Headword:
νηγάτεος
Headword (normalized):
νηγάτεος
Headword (normalized/stripped):
νηγατεος
IDX:
22156
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22178
Key:
nhga/teos

Data

{'content': 'νηγάτεος\n νη-γάτεος (ᾰ), α, ον\n new-made, Il.\n Perh. from νέος, γέγαα.', 'key': 'nhga/teos'}