Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νεώσοικος
νεώς
νέως
νεωστί
νέωτα
νεώτατος
νεωτερίζω
νεωτερισμός
νεωτεριστής
νεωτεροποιία
νεωτεροποιός
νεώτερος
νηγάτεος
νήγρετος
νήδυια
νήδυμος
νηδύς
νηέω
νήθω
Νηϊάς
νήϊος
View word page
νεωτεροποιός
νεωτεροποιός νεωτερο-ποιός, όν ποιέω innovating, revolutionary, Thuc. Arist.

ShortDef

innovating, revolutionary

Debugging

Headword:
νεωτεροποιός
Headword (normalized):
νεωτεροποιός
Headword (normalized/stripped):
νεωτεροποιος
IDX:
22154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22176
Key:
newteropoio/s

Data

{'content': 'νεωτεροποιός\n νεωτερο-ποιός, όν\n ποιέω\n innovating, revolutionary, Thuc. Arist.', 'key': 'newteropoio/s'}