Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νεώριον
νεωρίς
νεωρός
νεώσοικος
νεώς
νέως
νεωστί
νέωτα
νεώτατος
νεωτερίζω
νεωτερισμός
νεωτεριστής
νεωτεροποιία
νεωτεροποιός
νεώτερος
νηγάτεος
νήγρετος
νήδυια
νήδυμος
νηδύς
νηέω
View word page
νεωτερισμός
νεωτερισμός from νεωτερίζω νεωτερισμός, οῦ, ὁ, innovation, revolutionary movement, Plat., etc.
ShortDef
innovation, revolutionary movement
Debugging
Headword:
νεωτερισμός
Headword (normalized):
νεωτερισμός
Headword (normalized/stripped):
νεωτερισμος
IDX:
22151
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22173
Key:
newterismo/s
Data
{'content': 'νεωτερισμός\n from νεωτερίζω\n νεωτερισμός, οῦ, ὁ,\n innovation, revolutionary movement, Plat., etc.', 'key': 'newterismo/s'}