Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νεώνητος
νεώρης
νεώριον
νεωρίς
νεωρός
νεώσοικος
νεώς
νέως
νεωστί
νέωτα
νεώτατος
νεωτερίζω
νεωτερισμός
νεωτεριστής
νεωτεροποιία
νεωτεροποιός
νεώτερος
νηγάτεος
νήγρετος
νήδυια
νήδυμος
View word page
νεώτατος
νεώτατος νεώτατος, η, ον Sup. of νέος youngest, Il. most recent, Arist.
ShortDef
youngest
Debugging
Headword:
νεώτατος
Headword (normalized):
νεώτατος
Headword (normalized/stripped):
νεωτατος
IDX:
22149
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22171
Key:
new/tatos
Data
{'content': 'νεώτατος\n νεώτατος, η, ον\n Sup. of νέος\n youngest, Il.\n most recent, Arist.', 'key': 'new/tatos'}