Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀναθορυβέω
ἀνάθρεμμα
ἀναθρέω
ἀναθρῴσκω
ἀναθυμιάω
ἀναίδεια
ἀναιδεύομαι
ἀναιδής
ἀναιθύσσω
ἀναίθω
ἀναίμακτος
ἀναίματος
ἄναιμος
ἀναίμων
ἀναιμωτί
ἀναίνομαι
ἀναίρεσις
ἀναιρέω
ἀναίρω
ἀναισθησία
ἀναισθητέω
View word page
ἀναίμακτος
ἀναίμακτος αἱμάσσω unstained with blood, Aesch., Eur.

ShortDef

unstained with blood

Debugging

Headword:
ἀναίμακτος
Headword (normalized):
ἀναίμακτος
Headword (normalized/stripped):
αναιμακτος
IDX:
2216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2217
Key:
a)nai/maktos

Data

{'content': 'ἀναίμακτος\n αἱμάσσω\n unstained with blood, Aesch., Eur.', 'key': 'a)nai/maktos'}