Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νεωκόρος
νεωλκέω
νεωλκός
νεώνητος
νεώρης
νεώριον
νεωρίς
νεωρός
νεώσοικος
νεώς
νέως
νεωστί
νέωτα
νεώτατος
νεωτερίζω
νεωτερισμός
νεωτεριστής
νεωτεροποιία
νεωτεροποιός
νεώτερος
νηγάτεος
View word page
νέως
νέως adverb of νέος.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νέως
Headword (normalized):
νέως
Headword (normalized/stripped):
νεως
IDX:
22146
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22168
Key:
ne/ws

Data

{'content': 'νέως\n adverb of νέος.', 'key': 'ne/ws'}