Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νέω
νέω
νεωκορέω
νεωκορία
νεωκόρος
νεωλκέω
νεωλκός
νεώνητος
νεώρης
νεώριον
νεωρίς
νεωρός
νεώσοικος
νεώς
νέως
νεωστί
νέωτα
νεώτατος
νεωτερίζω
νεωτερισμός
νεωτεριστής
View word page
νεωρίς
νεωρίς νεωρίς, ίδος, ἡ, = νεώριον, Strab.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
νεωρίς
Headword (normalized):
νεωρίς
Headword (normalized/stripped):
νεωρις
IDX:
22142
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22164
Key:
newri/s
Data
{'content': 'νεωρίς\n νεωρίς, ίδος, ἡ,\n = νεώριον, Strab.', 'key': 'newri/s'}