Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νεφοειδής
νέφος
νεφρῖτις
νεφρός
νεφώδης
νέω
νέω
νέω
νέω
νεωκορέω
νεωκορία
νεωκόρος
νεωλκέω
νεωλκός
νεώνητος
νεώρης
νεώριον
νεωρίς
νεωρός
νεώσοικος
νεώς
View word page
νεωκορία
νεωκορία νεωκορία, ἡ, from νεωκόρος the office of a νεωκόρος, Anth.
ShortDef
the office of a νεωκόρος
Debugging
Headword:
νεωκορία
Headword (normalized):
νεωκορία
Headword (normalized/stripped):
νεωκορια
IDX:
22135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22157
Key:
newkori/a
Data
{'content': 'νεωκορία\n νεωκορία, ἡ,\n from νεωκόρος\n the office of a νεωκόρος, Anth.', 'key': 'newkori/a'}