Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νεφεληγερέτα
νεφέλη
Νεφελοκένταυρος
Νεφελοκοκκυγία
Νεφελοκοκκυγιεύς
νεφελωτός
νεφοειδής
νέφος
νεφρῖτις
νεφρός
νεφώδης
νέω
νέω
νέω
νέω
νεωκορέω
νεωκορία
νεωκόρος
νεωλκέω
νεωλκός
νεώνητος
View word page
νεφώδης
νεφώδης νεφ-ώδης, ες νέφος = νεφοειδής, Strab.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
νεφώδης
Headword (normalized):
νεφώδης
Headword (normalized/stripped):
νεφωδης
IDX:
22129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22151
Key:
nefw/dhs
Data
{'content': 'νεφώδης\n νεφ-ώδης, ες\n νέφος\n = νεφοειδής, Strab.', 'key': 'nefw/dhs'}