Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀναθλίβω
ἄναθλος
ἀναθορυβέω
ἀνάθρεμμα
ἀναθρέω
ἀναθρῴσκω
ἀναθυμιάω
ἀναίδεια
ἀναιδεύομαι
ἀναιδής
ἀναιθύσσω
ἀναίθω
ἀναίμακτος
ἀναίματος
ἄναιμος
ἀναίμων
ἀναιμωτί
ἀναίνομαι
ἀναίρεσις
ἀναιρέω
ἀναίρω
View word page
ἀναιθύσσω
ἀναιθύσσω to stir up, rouse, Soph., Eur.
ShortDef
to stir up, rouse
Debugging
Headword:
ἀναιθύσσω
Headword (normalized):
ἀναιθύσσω
Headword (normalized/stripped):
αναιθυσσω
IDX:
2214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2215
Key:
a)naiqu/ssw
Data
{'content': 'ἀναιθύσσω\n to stir up, rouse, Soph., Eur.', 'key': 'a)naiqu/ssw'}