Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νευστικός
νεύω
νεφεληγερέτα
νεφέλη
Νεφελοκένταυρος
Νεφελοκοκκυγία
Νεφελοκοκκυγιεύς
νεφελωτός
νεφοειδής
νέφος
νεφρῖτις
νεφρός
νεφώδης
νέω
νέω
νέω
νέω
νεωκορέω
νεωκορία
νεωκόρος
νεωλκέω
View word page
νεφρῖτις
νεφρῖτις νεφρῖτις ( sc. νόσος) nephritis, a disease of the kidneys, Thuc.
ShortDef
nephritis, a disease of the kidneys
Debugging
Headword:
νεφρῖτις
Headword (normalized):
νεφρῖτις
Headword (normalized/stripped):
νεφριτις
IDX:
22127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22149
Key:
nefri=tis
Data
{'content': 'νεφρῖτις\n νεφρῖτις ( sc. νόσος) nephritis, a disease of the kidneys, Thuc.', 'key': 'nefri=tis'}