Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νευστέος
νευστικός
νεύω
νεφεληγερέτα
νεφέλη
Νεφελοκένταυρος
Νεφελοκοκκυγία
Νεφελοκοκκυγιεύς
νεφελωτός
νεφοειδής
νέφος
νεφρῖτις
νεφρός
νεφώδης
νέω
νέω
νέω
νέω
νεωκορέω
νεωκορία
νεωκόρος
View word page
νέφος
νέφος .νέφος, εος, a cloud, mass or pile of clouds, Hom., etc. metaph., θανάτου νέφος the cloud of death, Hom.; so, σκότου ν., of blindness, Soph.; ν. οἰμωγῆς, στεναγμῶν Eur.; ν. ὀφρύων a cloud upon the brows, Eur. metaph. also a cloud of men or birds, Il., Hdt.; ν. πολέμοιο the cloud of battle, Il.

ShortDef

a cloud, mass

Debugging

Headword:
νέφος
Headword (normalized):
νέφος
Headword (normalized/stripped):
νεφος
IDX:
22126
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22148
Key:
ne/fos

Data

{'content': 'νέφος\n .νέφος, εος,\n a cloud, mass or pile of clouds, Hom., etc.\n metaph., θανάτου νέφος the cloud of death, Hom.; so, σκότου ν., of blindness, Soph.; ν. οἰμωγῆς, στεναγμῶν Eur.; ν. ὀφρύων a cloud upon the brows, Eur.\n metaph. also a cloud of men or birds, Il., Hdt.; ν. πολέμοιο the cloud of battle, Il.', 'key': 'ne/fos'}