Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νευστάζω
νευστέος
νευστικός
νεύω
νεφεληγερέτα
νεφέλη
Νεφελοκένταυρος
Νεφελοκοκκυγία
Νεφελοκοκκυγιεύς
νεφελωτός
νεφοειδής
νέφος
νεφρῖτις
νεφρός
νεφώδης
νέω
νέω
νέω
νέω
νεωκορέω
νεωκορία
View word page
νεφοειδής
νεφοειδής νεφο-ειδής, ές εἶδος cloud-like, Anth.
ShortDef
cloud-like
Debugging
Headword:
νεφοειδής
Headword (normalized):
νεφοειδής
Headword (normalized/stripped):
νεφοειδης
IDX:
22125
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22147
Key:
nefoeidh/s
Data
{'content': 'νεφοειδής\n νεφο-ειδής, ές\n εἶδος\n cloud-like, Anth.', 'key': 'nefoeidh/s'}