Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νευροχαρής
νευστάζω
νευστέος
νευστικός
νεύω
νεφεληγερέτα
νεφέλη
Νεφελοκένταυρος
Νεφελοκοκκυγία
Νεφελοκοκκυγιεύς
νεφελωτός
νεφοειδής
νέφος
νεφρῖτις
νεφρός
νεφώδης
νέω
νέω
νέω
νέω
νεωκορέω
View word page
νεφελωτός
νεφελωτός νεφελωτός, ή, όν as if from νεφελόω to form clouds clouded, made of clouds, Luc.

ShortDef

to form clouds

Debugging

Headword:
νεφελωτός
Headword (normalized):
νεφελωτός
Headword (normalized/stripped):
νεφελωτος
IDX:
22124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22146
Key:
nefelwto/s

Data

{'content': 'νεφελωτός\n νεφελωτός, ή, όν\n as if from νεφελόω to form clouds\n clouded, made of clouds, Luc.', 'key': 'nefelwto/s'}