Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νευρορραφέω
νευρορράφος
νευροσπαδής
νευρόσπαστος
νευροτενής
νευροχαρής
νευστάζω
νευστέος
νευστικός
νεύω
νεφεληγερέτα
νεφέλη
Νεφελοκένταυρος
Νεφελοκοκκυγία
Νεφελοκοκκυγιεύς
νεφελωτός
νεφοειδής
νέφος
νεφρῖτις
νεφρός
νεφώδης
View word page
νεφεληγερέτα
νεφεληγερέτα νεφελ-ηγερέτᾰ, Epic for -της, ου, ὁ, ἀγείρω only in nom. and in Epic gen. νεφεληγερέταο cloud-gatherer, cloud-compeller, of Zeus, Hom.
ShortDef
cloud-gatherer, cloud-compeller
Debugging
Headword:
νεφεληγερέτα
Headword (normalized):
νεφεληγερέτα
Headword (normalized/stripped):
νεφεληγερετα
IDX:
22119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22141
Key:
nefelhgere/ta
Data
{'content': 'νεφεληγερέτα\n νεφελ-ηγερέτᾰ, Epic for -της, ου, ὁ,\n ἀγείρω\n only in nom. and in Epic gen. νεφεληγερέταο\n cloud-gatherer, cloud-compeller, of Zeus, Hom.', 'key': 'nefelhgere/ta'}